///

“Πόλεμος” ΗΠΑ-Κίνας:  Αλλαγή μετά το Σαν Φρανσίσκο;

Η Σύνοδος Κορυφής των χωρών APEC ολοκληρώθηκε στο Σαν Φρανσίσκο των ΗΠΑ, με τις ΗΠΑ-Κίνα να φαίνεται πως θέτουν νέες βάσεις στις διμερείς τους σχέσεις.

Η απόφαση της Συνόδου να ξεμπλοκάρουν τα εκκρεμεί θέματα στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου ήταν μια αισιόδοξη εξέλιξη.

Ωστόσο, όπως εξηγεί σε ένα άρθρο του ο καθηγητής του πανεπιστημίου Κολούμπια, Τζέφρι Ντ. Σακς, η αμερικανική πολιτική στα εμπορικά και τεχνολογικά ζητήματα – κύριος άξονας της αντιπαλότητας που χαρακτηρίζει τις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας – ακολουθεί μία συγκεκριμένη πολιτική «επιθετικού προστατευτισμού». Άρα, όσο η Κίνα θα παραμένει κύριος ανταγωνιστής για τις ΗΠΑ, δύσκολα τα πράγματα θα αλλάξουν στις διμερείς τους σχέσεις.

Ακολουθεί το άρθρο:

Του Τζέφρι Ντ. Σακς*

Οι αντικινεζικές πολιτικές προέρχονται από ένα γνωστό εγχειρίδιο χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ. Στόχος είναι η αποτροπή ενός οικονομικού και τεχνολογικού ανταγωνισμού από έναν μεγάλο αντίπαλο.

Η πρώτη και προφανέστερη εφαρμογή αυτού του εγχειριδίου ήταν ο τεχνολογικός αποκλεισμός που επέβαλαν οι ΗΠΑ στη Σοβιετική Ένωση κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Η δεύτερη εφαρμογή του εγχειριδίου είναι λιγότερο προφανής και στην πραγματικότητα παραβλέπεται γενικώς, ακόμη και από τους γνώστες του αντικειμένου. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι ΗΠΑ επιδίωξαν σκοπίμως να επιβραδύνουν την οικονομική ανάπτυξη της Ιαπωνίας. Οι ιαπωνικές επιχειρήσεις ξεπερνούσαν τις αμερικανικές σε βασικούς τομείς όπως εκείνοι των ημιαγωγών, των ηλεκτρονικών ειδών ευρείας κατανάλωσης και των αυτοκινήτων.

Στα μέσα και τέλη της δεκαετίας του 1980, οι Αμερικανοί πολιτικοί περιόρισαν τις αγορές των ΗΠΑ στις εξαγωγές της Ιαπωνίας και πίεσαν αυτήν να υπερτιμήσει το νόμισμά της. Η Ιαπωνία έπεσε σε ύφεση. Πολλές ιαπωνικές εταιρείες περιήλθαν σε οικονομική δυσπραγία, οδηγούμενες σε χρηματοπιστωτικό κραχ στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ρώτησα έναν από τους ισχυρότερους κυβερνητικούς αξιωματούχους της Ιαπωνίας γιατί η χώρα του δεν υποτίμησε το νόμισμά της ώστε να επαναφέρει την ανάπτυξη. Η απάντησή του ήταν ότι δεν θα το επέτρεπαν οι ΗΠΑ. 

Τώρα οι ΗΠΑ έχουν βάλει στο στόχαστρο την Κίνα. Η οικονομική άνοδος της Κίνας άρχισε πραγματικά να ανησυχεί τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ όταν ανακοίνωσε το 2015 την πολιτική «Made in China 2025» για την ανάπτυξη της ρομποτικής, της πληροφορικής, των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και άλλων προηγμένων τεχνολογιών. Περίπου την ίδια εποχή η Κίνα ανακοίνωσε την πρωτοβουλία «Μια ζώνη, ένας δρόμος» (Belt and Road) για να βοηθήσει στην κατασκευή σύγχρονων υποδομών σε όλη την Ασία, την Αφρική και σε άλλες περιοχές, κυρίως με τη χρήση κινεζικής χρηματοδότησης και κινεζικών εταιρειών και τεχνολογιών.

Οι ΗΠΑ κατέβασαν από το ράφι το παλιό τους εγχειρίδιο προκειμένου να επιβραδύνουν την αλματώδη ανάπτυξη της Κίνας. Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα πρότεινε αρχικά τη δημιουργία μιας νέας εμπορικής ομάδας με ασιατικές χώρες, από την οποία θα αποκλειόταν η Κίνα. Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επέβαλε μονομερείς δασμούς στην Κίνα, οι οποίοι παραβίαζαν σαφώς τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ).

Όταν ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ανέλαβε τα καθήκοντά του, πολλοί (συμπεριλαμβανομένου και εμού) περίμεναν ότι θα ανέτρεπε ή θα χαλάρωνε τις αντικινεζικές πολιτικές του Τραμπ. Συνέβη το αντίθετο. Ο Μπάιντεν έκανε ρελάνς όχι μόνο διατηρώντας τους δασμούς του Τραμπ στην Κίνα, αλλά και υπογράφοντας νέα εκτελεστικά διατάγματα για τον περιορισμό της πρόσβασης της Κίνας σε προηγμένες τεχνολογίες ημιαγωγών και σε αμερικανικές επενδύσεις.

Τα αποτελέσματα των αμερικανικών πολιτικών γίνονται αντιληπτά στην αντιστροφή των εξαγωγών της Κίνας προς τις ΗΠΑ. Τον μήνα που ανέλαβε τα καθήκοντά του ο Τραμπ, τον Ιανουάριο του 2017, η Κίνα αντιπροσώπευε το 22% των αμερικανικών εισαγωγών εμπορευμάτων. Μέχρι την ανάληψη των καθηκόντων του Μπάιντεν, τον Ιανουάριο του 2021, το μερίδιο της Κίνας στις αμερικανικές εισαγωγές είχε μειωθεί στο 19%. Τον Ιούνιο του 2023 το μερίδιο της Κίνας στις εισαγωγές των ΗΠΑ είχε κατρακυλήσει στο 13%.

Η προσπάθεια των ΗΠΑ να περιορίσουν την Κίνα δεν είναι μόνο λανθασμένη επί της αρχής, αλλά και προορισμένη να αποτύχει στην πράξη.

Σε αντίθεση με την Ιαπωνία τη δεκαετία του 1990, η οποία εξαρτιόταν από τις ΗΠΑ για την ασφάλειά της και, συνεπώς, ακολουθούσε τις απαιτήσεις της, η Κίνα έχει περισσότερα περιθώρια ελιγμών. Κυρίως θεωρώ ότι μπορεί να αυξήσει σημαντικά τις εξαγωγές της προς την υπόλοιπη Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική. Η εκτίμησή μου είναι ότι η προσπάθεια των ΗΠΑ να περιορίσουν την Κίνα δεν είναι μόνο λανθασμένη επί της αρχής, αλλά και προορισμένη να αποτύχει στην πράξη. Η Κίνα θα βρει εταίρους σε όλη την παγκόσμια οικονομία για να υποστηρίξει τη συνεχιζόμενη επέκταση του εμπορίου και της τεχνολογικής προόδου.

 *Με στοιχεία από την Εφημερίδα “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”, 10 Σεπ. 2023