Του Βασίλη Κοψαχείλη*
Το θέμα είναι πολύ λεπτό. Και έτσι όπως έχει παρουσιαστεί – κυρίως από την πλευρά της Τουρκίας και δεν το κάνει τυχαία – έχει φτάσει να μας διχάζει. Ευθύνες έχει όμως και η Ελληνική πολιτεία. Που δεν μίλησε ανοιχτά, χωρίς να χρειάζεται να δώσει λεπτομέρειες στη δημοσιότητα για ευαίσθητα θέματα εθνικής ασφάλειας, και δεν έκοψε αυτή την κουβέντα από την αρχή.
Ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή.
Αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα κάθε κράτους – ανεξάρτητα του τι λένε οι Συνθήκες – να λαμβάνει όλα εκείνα τα μέτρα που αφορούν την εθνική του άμυνα και την προάσπιση της εδαφικής του ακεραιότητας. Η Τουρκία με μια σειρά ενέργειες, με το casus belli ενεργό και με τις αδιάκοπες υπερπτήσεις πάνω από Ελληνικό έδαφος έχει δώσει όλα εκείνα τα δείγματα κράτους που απειλεί συστηματικά την εδαφική ακεραιότητα και την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας. Και εδώ τελειώνει κάθε συζήτηση σε ότι αφορά το Διεθνές Δίκαιο και τις συζητήσεις που κάνουμε και τις πιέσεις που δεχόμαστε, με και από, ξένες πρωτεύουσες.
Πάμε τώρα στην άλλη πτυχή του θέματος, που είναι και η ουσία της συζήτησης περί «αποστρατιωτικοποίησης».
Κανείς σοβαρός άνθρωπος στην Ελλάδα δεν πιστεύει πως η Τουρκία δεν συνιστά αναθεωρητική δύναμη και πως μέσα στις βλέψεις της είναι και η πολυεπίπεδη εξάρτηση της Ελλάδας, αν όχι και η υφαρπαγή Ελληνικού εδάφους.
Για το λόγο αυτό, κυρίως μετά το ’74, επανασχεδιάστηκαν οι αμυντικές μας προτεραιότητες και η δομή δυνάμεων και δώσαμε έμφαση στην ενίσχυση της άμυνας των νησιών μας στο Αιγαίο. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν η φύση της απειλής ήταν συγκεκριμένη και συγκεκριμένος και επίκαιρος ήταν και ο τρόπος αντιμετώπισής της από Ελληνικής πλευράς.
Στο πλαίσιο της παραπάνω λογικής έγιναν και κάποιες αμφιλεγόμενες ενισχύσεις στην άμυνα των νησιών μας, έγιναν και κάποιες υπερβολές, χωρίς σοβαρό σχεδιασμό και κυρίως χωρίς να βλέπουν ένα μέλλον που ερχόταν. Και αυτό ήρθε ως αποτέλεσμα υπουργών που αρέσκονταν στον ρόλο αρχιστρατήγου ή στρατηγών και αρχιστρατήγων που φλέρταραν με την ιδέα της πολιτικής καρέκλας. Με κόστος στην εθνική άμυνα. Μια αλήθεια που όλοι τη συζητούμε μεταξύ μας, αλλά κανείς δεν βγήκε να την πει στον ελληνικό λαό δημόσια.
Ωστόσο, την τελευταία δεκαετία η φύση της απειλής στις θάλασσές μας και στο νησιωτικό μας σύμπλεγμα έχει αλλάξει ριζικά. Και δυστυχώς εμείς – λόγω αν θέλετε και της δεκαετίας των διαλυτικών Μνημονίων (αυτά και αν ήταν απειλή εθνικής ασφάλειας για τη χώρα μας, αλλά ποιος τολμά να θέσει τέτοιο ζήτημα…) – μείναμε πίσω και μόλις τα τελευταία χρόνια προσπαθούμε με στοχευμένες παρεμβάσεις να αλλάξουμε τον ξεπερασμένο σχεδιασμό και με νέο δόγμα, σχεδιασμό και μέσα να αντιμετωπίσουμε το νέο περιβάλλον ασφάλειας στις θάλασσες και τα νησιά μας. Το θέμα είναι να μην μείνει ανολοκλήρωτη η προσπάθεια και έχουμε πάλι τα τραγελαφικά φαινόμενα του παρελθόντος.
Την ώρα λοιπόν που προσπαθεί η πολιτεία, με τη δέουσα προσοχή και λεπτότητα, που οφείλει κάποιος να διαχειρίζεται τέτοιες καταστάσεις, να προσαρμόσει σχέδια, διάταξη δυνάμεων και μέσα στις νέες ανάγκες για την αντιμετώπιση της απειλής, έρχεται στο φως της δημοσιότητας το ζήτημα της παραχώρησης στην Ουκρανία, παλαιού σοβιετικής κατασκευής υλικού και μέσων που υπηρετούν στο ελληνικό οπλοστάσιο και βρίσκονταν στα νησιά.
Το ζήτημα έρχεται και βάζει φωτιά στην ελληνική κοινωνία. Σε ένα σοβαρό κράτος, η παραχώρηση στην Ουκρανία 40 απαρχαιωμένων και εξόχως επικίνδυνων ΒΜΡ-1 (έχουν ήδη πάρει τη ζωή πολλών δικών μας παιδιών σε ατυχήματα), πυρομαχικών στο όριο της λήξης τους (που θα χρειαζόμασταν και κονδύλια για να μεταφέρουμε και καταστρέψουμε) και κατασχεμένων σοβιετικής κατασκευής τυφεκίων (που σε κάθε περίπτωση είναι ασύμβατα με τα δικά μας Νατοϊκά στάνταρ), δεν θα ήταν καν θέμα συζήτησης. Εμείς, αντίθετα το βαφτίσαμε «αποστρατιωτικοποίηση» και αποδυνάμωση της άμυνας των νησιών μας.
Η Άγκυρα, που δεν χάνει ευκαιρία να θέτει αυτό το ζήτημα, καθώς επίσης βλέποντας ότι το θέμα διχάζει την Ελληνική κοινωνία, αρχίζει να παίζει το θέμα της «αποστρατιωτικοποίησης» των Ελληνικών νησιών στην ατζέντα των θεμάτων εναντίον της Ελλάδας και κυρίως να δυναμιτίζει το πολιτικό σκηνικό εντός της Ελλάδας, βασιζόμενη στις δικές μας παθογένειες, δηλαδή τον διχασμό και το μόνιμο διαζύγιό μας από τη κοινή λογική και τη γλώσσα της αλήθειας. Για αυτές τις παθογένειες δεν μας φταίει καμία Τουρκία ή δεν ξέρω ποιος άλλος. Ας ψαχτούμε μεταξύ μας τι φταίει.
Το αν έγιναν λοιπόν κουβέντες μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού και του Τούρκου προέδρου περί «αποστρατιωτικοποίησης», έχει πολύ μικρή σημασία, αφού η όποια «αποστρατιωτικοποίηση» αφορά έναν επικίνδυνα απαρχαιωμένο σχεδιασμό άμυνας του Αιγαίου από Ελληνικής πλευράς.
Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε υπόψη μας και αυτό είναι που έχει σημασία, είναι ότι η φύση της απειλής που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε έχει πλέον αλλάξει, έχει γίνει πολύ πιο σύνθετη και επικίνδυνη, χωρίς ικανούς χρόνους προειδοποίησης ή αντίδρασης και καλούμαστε να τρέξουμε Μαραθώνιο να καλύψουμε το κενό, να αλλάξουμε όλο τον σχεδιασμό και να επενδύσουμε σε νέα μέσα και κατάλληλη εκπαίδευση.
Αυτό που επίσης περιμένω να δω είναι η από Ελληνικής πλευράς συσχέτιση του θέματος της όποιας «αποστρατιωτικοποίησης» (ακόμη και αν πρόκειται για την απόσυρση ενός στρατιωτικού απορριμματοφόρου) των νησιών, με τις τουρκικές υπερπτήσεις στο ελληνικό Αιγαίο και το τοξικό casus belli.
Έχει και η Ελληνική πλευρά απαντήσεις, πέρα από το να μηρυκάζει μονότονα το διεθνές δίκαιο…
Και να μην ξεχνάμε ποτέ, πως τα ισχυρά κράτη οικοδομούνται πρωτίστως με αλήθειες!
*Ο Βασίλης Κοψαχείλης είναι Διεθνολόγος