Συχνά με ρωτούν τι θα συμβεί την επόμενη μέρα, μετά την ολοκλήρωση των προεδρικών εκλογών στην Τουρκία, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Αποτελεί βασική μου θέση, ότι η τουρκική εξωτερική πολιτική είναι αναθεωρητική, ανεξάρτητα του ποιο σύστημα εξουσίας ηγείται της χώρας. Άρα, μια γρήγορη απάντηση είναι πως ανεξάρτητα του σεναρίου της παράστασης που θα δούμε να παίζεται μετά τις 28 Μαΐου, η ουσία παραμένει ίδια.
Υπάρχουν ωστόσο κάποιες παράμετροι, που προβληματίζουν.
Διαφορά Δυναμικού
Ελλάδα και Τουρκία δεν είναι πλέον συγκρίσιμα διεθνοπολιτικά μεγέθη. Η Ελλάδα κατάφερε να ισορροπήσει έναντι της Τουρκίας χάρη στην δική της αυτοβοήθεια (εξοπλιστικό πρόγραμμα) και χάρη στην εξωτερική εξισορρόπηση, με την στήριξη των ΗΠΑ κυρίως και της Γαλλίας δευτερευόντως.
Για την Τουρκία, η Ελλάδα είναι χώρα υπό κηδεμονία σε αναστολή/αναμονή. Το αν εμείς συμφωνούμε ή διαφωνούμε σε αυτό είναι αδιάφορο για τους σχεδιαστές πολιτικής στην Άγκυρα. Η Τουρκία πλέον διαπραγματεύεται τα ζητήματά της μόνο με τους μεγάλους παίκτες του διεθνούς συστήματος και όλους τους υπόλοιπους τους χρησιμοποιεί. Και παίζει ανάλογα το παιχνίδι μεταξύ ΕΕ, ΗΠΑ, Ρωσίας και Κίνας.
Πιέσεις
Παράλληλα όμως με την στήριξη των ΗΠΑ και άλλων εταίρων, οι πιέσεις σε Αθήνα και Άγκυρα να κάτσουν σε ένα τραπέζι και να λύσουν τα ζητήματά τους είναι πλέον αφόρητες και δεν μπορεί καμία πλευρά να τις αποφύγει. Άρα, ιδιαίτερα με ισχυρή και φρέσκια εντολή στις ηγεσίες των ενδιαφερόμενων κρατών, η επόμενη μέρα φέρνει πιθανότατα ελληνοτουρκικές συνομιλίες.
Κακό προηγούμενο
Για να δεις πως θα συμπεριφερθεί κάποιος στο μέλλον, αρκεί να δεις πως λειτούργησε σε παρόμοιες περιπτώσεις στο παρελθόν.
Η μνήμη μου με πάει πίσω στο 2015, στην κρίση της Μεσοποταμίας και στο μεταναστευτικό/προσφυγικό.
Τότε οι μεγάλες διαφορές της Τουρκίας ήταν με την ΕΕ, που ήθελε από τη μία να μην συμμορφωθεί με τις δημοκρατικές απαιτήσεις της Ευρώπης, αλλά από την άλλη να αποσπάσει κονδύλια από τα ταμεία των Βρυξελλών. Τι έκανε; Χρησιμοποίησε την Ελλάδα και άλλους για να εκβιάσει τις Βρυξέλλες και σε πολλά πέτυχε τους στόχους της τότε.
Το προηγούμενο αυτό είναι κακό σημάδι για ένα μελλοντικό τραπέζι συνομιλιών μεταξύ Άγκυρας και Αθήνας, σε μια στιγμή που οι ΗΠΑ στηρίζουν την Αθήνα και πιέζουν με τον τρόπο τους την Άγκυρα, σε ένα πλαίσιο που τα μεγαλύτερα προβλήματα πλέον για την Άγκυρα είναι με την Ουάσιγκτον.
Είναι κακό σημάδι, γιατί υπάρχει το ενδεχόμενο να επιχειρήσει εκ νέου η Τουρκία να εκβιάσει την Ελλάδα για να πετύχει συμβιβασμούς με τις ΗΠΑ, γνωρίζοντας καλά πως το τελευταίο που θα ήθελε η Ουάσιγκτον θα ήταν να χάσει την Τουρκία μέσα από τα χέρια της. Πραγματικός ή όχι ο κίνδυνος αυτός, στην ουσία είναι το σενάριο που στοιχειώνει την Ουάσιγκτον και θα έκανε τον κάθε Ερντογάν (με ισχυρό ρεύμα αντιαμερικανισμού στην κοινωνία του) να τρίβει τα χέρια του.
Πρόσθετα δεδομένα
Η στήριξη του αμερικανικού κογκρέσου στην Ελλάδα θα είναι ισχυρή ως και τα τέλη αυτής της χρονιάς. Θεωρούμε πως η στήριξη θα συνεχιστεί, αλλά δεν θα είναι και δεδομένη.
Παράλληλα, σε δυο χρόνια ίσως να υπάρξει πάλι κάποια ανατροπή στον Λευκό Οίκο και να προκύψει πρόεδρος επιτήδεια ουδέτερος απέναντι στην ελληνοτουρκική εξίσωση.
Αυτοί είναι πρόσθετοι παράγοντες που μετρά η Άγκυρα.
Διλήμματα και επιλογές της Ελληνικής διπλωματίας
Ένα σημαντικό δίλημμα λοιπόν για την Ελληνική πλευρά είναι το timing των συνομιλιών. Ένα δεύτερο και εξίσου σημαντικό δίλημμα είναι το περιεχόμενο των συνομιλιών.
Εκτιμώ πως ο χρόνος δεν δουλεύει υπέρ μας. Αν είναι να γίνει κάτι, θα πρέπει να ξεκινήσει γρήγορα.
Σχετικά με το περιεχόμενο, γνωρίζουμε καλά πως η Τουρκία θα επιχειρήσει να επιβάλλει μια ατζέντα πολλών θεμάτων. Εμείς, θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε την συγκυρία της Αμερικανικής στήριξης και να σπάσουμε τις συνομιλίες με την Τουρκία σε κομμάτια, ξεκινώντας από το θέμα της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ. Να προφασιστούμε λόγους γιατί θα πρέπει να περιοριστεί τώρα η συζήτηση σε αυτό και να αφήσουμε υποσχέσεις για συνέχεια άλλων συζητήσεων για αργότερα. Γενικές υποσχέσεις, δίχως δεσμεύσεις.
Στις συζητήσεις με την Τουρκία η στόχευση θα πρέπει να είναι η κατάληξη σε μια συμφωνία που θα φαίνεται (και θα είναι) αμοιβαία επωφελής. Όχι λίστα υποχρεώσεων και περίπλοκη νομικισμοί, γιατί η Άγκυρα θα πετάξει την μπάλα στην εξέδρα. Άλλωστε το ζήτημα είναι πρωτίστως πολιτικό.
Σε αυτό το σημείο να προσθέσω μια δική μου παρατήρηση και ανησυχία. Δυστυχώς, η ελληνική διπλωματία δεν έχει κουλτούρα πολιτικής σκέψης. Δεν φταίει αυτή. Δεν της ζητήθηκε ποτέ να έχει, κυρίως μετά το ναυάγιο της Μεγάλης Ιδέας, η ελληνική διπλωματία είναι δεμένη καλά πίσω από τη νομική προσέγγιση των πραγμάτων. Όμως αυτό δεν είναι εξωτερική πολιτική και διπλωματία.
Εδώ λοιπόν προκύπτει μια πρόκληση για εμάς. Να χειριστούμε μελλοντικές συζητήσεις με την Τουρκία με πολιτική μαεστρία προς όφελος των εθνικών συμφερόντων και παράλληλα να χειριστούμε την εσωτερική κοινή γνώμη με τρόπο τέτοιο, που δεν θα ενταφιάσει πολιτικά ενδεχομένως γενναίες και ρεαλιστικές λύσεις, που περιμένουν στη γωνία λαϊκιστικά στοιχεία να εκμεταλλευτούν για μικροπολιτικό όφελος.