Η ξαφνική επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη στην Κίνα είναι αλήθεια πως προβλημάτισε, ειδικά όταν στη σύνθεση της αποστολής, τα πρόσωπα που συνόδευαν τον πρωθυπουργό συνδέονται περισσότερο με το αντικείμενο της οικονομίας, παρά με αυτό της εξωτερικής πολιτικής.
Το grdiplomatic.com ζήτησε την άποψη του Δρ. Ανδρέα Λιούμπα, ενός ανθρώπου που μελετά και γνωρίζει την Κίνα όσο λίγοι, να μας κάνει μια αποτίμηση αυτού του ταξιδιού.
Η άποψή του, στο κείμενο που ακολουθεί:
Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Κίνα
Έλλειμμα εθνικής πολιτικής και υποκατάσταση της από τη γοητεία της (κενής) πολιτιστικής διπλωματίας
Την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές ο Έλληνας πρωθυπουργός επιστρέφει από το ταξίδι του στην Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Σκοπός του παρόντος κειμένου δεν είναι να συνοψίσει την ειδησεογραφία γύρω από την επίσκεψη του. Οι λεπτομέρειες του ταξιδιού είναι διαθέσιμες σε όλες τις ενημερωτικές σελίδες στο διαδίκτυο.
Για την πληρότητα του κειμένου πρέπει να αναφερθεί πώς κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Πεκίνο συναντήθηκε με τον Κινέζο πρωθυπουργό κ. Λι Κιανγκ, με τον πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης κ. Τζάο Λέτζι και τέλος, με τον πρόεδρο κ. Σι Τζινπίνγκ.
Από τις ανακοινώσεις που αναρτήθηκαν μετά το πέρας των διμερών επαφών του Έλληνα πρωθυπουργού σε επίσημους ιστότοπους δεν προκύπτει καμία μείζονος σημασίας πολιτική είδηση. Οι ηγέτες δεν υπέγραψαν καμία νέα συμφωνία ούτε κάποιο σύμφωνο. Μόνο ο κ. Σταικούρας ο οποίος συνόδευε τον κ. πρωθυπουργό, υπέγραψε τη Διμερή Αεροπορική Συμφωνία Ελλάδας – Κίνας.
Μετά την αναχώρηση του κ. Μητσοτάκη, ο κ. Σταϊκούρας και ο υφυπουργός Εξωτερικών για την Οικονομική Διπλωματία και Εξωστρέφεια, κ. Κώστας Φραγκογιάννης, συνοδευόμενος από τη γενική γραμματέα διεθνών οικονομικών σχέσεων και εξωστρέφειας (ΓΓΔΟΣΕ) κα. Μάιρα Μυρογιάννη θα μετέβαιναν στη Σαγκάη για τα εγκαίνια της 6ης Διεθνούς Εμπορικής Έκθεσης China International Import Expo (CIIE). Η ελληνική αντιπροσωπεία επιδιώκει να μειώσει το θηριώδες έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου που έχουμε την Κίνα στοχεύοντας σε κάποιας μορφής άμεση επένδυση ή στην αύξηση των εξαγωγών μας. Ίσως η πιο βάσιμη ελπίδα να βρίσκεται στην αύξηση του αριθμού των τουριστών και στην αναβίωση του ενδιαφέροντος για το πρόγραμμα GoldenVisa.
Συνεπώς το εύλογο ερώτημα είναι τι αποκόμισε τελικά η χώρα από αυτό το ταξίδι; Η απάντηση σε αυτό σχετίζεται με ένα άλλο ερώτημα: τι σχεδίαζε να κερδίσει η χώρα από την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Κίνα; Το τελευταίο προϋποθέτει ότι η χώρα διαθέτει ένα συνεκτικό σχέδιο υψηλής πολιτικής έναντι της Κίνας. Ένα σχέδιο το οποίο να έχει προκύψει μετά από διαβούλευση στα ανώτατα θεσμικά όργανα ως προϊόν σύζευξης των απόψεων όλων των διαθέσιμων φορέων εκπόνησης πολιτικής. Εν ολίγοις πρέπει να ξέρουμε τι θέλουμε και πώς μπορούμε καλύτερα να το πετύχουμε. Με τα λόγια του Σουν Τζου «Αν γνωρίζεις τον εχθρό και γνωρίζεις και τον εαυτό σου, δεν πρέπει να φοβάσαι την έκβαση ούτε εκατό μαχών».
Τίποτα από τα παραπάνω δεν ισχύει. Η Ελλάδα δεν έχει αφιερώσει πόρους για την μελέτη της Κίνας. Δεν υπάρχει επίσημη καταγεγραμμένη πολιτική έναντι του Πεκίνου. Δεν χρηματοδοτούνται έρευνες για την κινέζικη οικονομία ή την εξωτερική πολιτική. Το Υπουργείο Εξωτερικών δεν φαίνεται να έχει επενδύσει στη μελέτη της Κίνας, αρκούμενο στα όσα του μεταφέρει το Πεκίνο, γιατί η αλήθεια είναι πως όσα γνωρίζουμε για την Κίνα είναι όσα θέλει εκείνη να γνωρίζουμε. Αυτό συμβαίνει σε κάθε χώρα που δεν έχει προγράμματα σπουδών για την Κίνα.
Τα προαναφερθέντα συμβαίνουν σε μια εποχή που η επίσημη πολιτική των Βρυξελών θεωρεί το Πεκίνο ταυτόχρονα συνέταιρο, ανταγωνιστή και συστημικό αντίπαλο. Τη χρονική στιγμή που πολλές μεγάλες χώρες της ΕΕ, με οικονομίες ισχυρότερα διασυνδεδεμένες με την κινεζική, εκπονούν εκτενείς μελέτες για την διαμόρφωση της πολιτικής τους και την λήψη μέτρων έναντι συγκεκριμένων πρακτικών του Πεκίνου.
Στην Ελλάδα η βασική πολιτική έναντι της Κίνας φαίνεται πως διέπεται από τρεις σταθερές: την αναγνώριση του ειδικού βάρους του Πεκίνου στη διεθνή πολιτική σκηνή, την προσδοκία για προσέλκυση επενδύσεων και τέλος την αυτάρεσκη ψευδαίσθηση ότι ανήκουμε, μαζί με την Κίνα, σε μια κλειστή λέσχη αρχαίων πολιτισμών και συνεπώς μπορούμε να συζητάμε υπό άλλους όρους. Αυτή η ψευδαίσθηση ίσως είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα της πολιτιστικής διπλωματίας της Κίνας.
Διαβάζοντας όμως λάθος την Κίνα παρερμηνεύουμε τις πραγματικές προθέσεις της. Σε ό,τι αφορά στην πρώτη σταθερά πράγματι η Κίνα, ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, έχει ειδικό βάρος στη διαμόρφωση του διεθνούς περιβάλλοντος ασφάλειας. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι συμμερίζεται (όλες) τις δυτικές απόψεις, τις οποίες ενστερνίζεται, η Ελλάδα.
Σε ό,τι αφορά στην δεύτερη σταθερά, την προσδοκία των κινεζικών επενδύσεων, ισχύει το ίδιο. Για το Πεκίνο προτεραιότητα στις άμεσες επενδύσεις συνιστούν οι τομείς των μεταφορών, της ενέργειας και των επικοινωνιών. Ωστόσο στην Ελλάδα είναι γνωστό πως απαιτούνται άμεσες επενδύσεις στη βιομηχανία και τον αγροτικό τομέα, ενώ ήδη η ΕΕ για λόγους που σχετίζονται με την ασφάλεια έχει αρχίσει να αποκλείει τις κινέζικες επενδύσεις στις επικοινωνίες.
Κατακλείδα. Από το ταξίδι του Έλληνα πρωθυπουργού δεν προέκυψε τίποτα γιατί, όπως σε κάθε επαφή μας με τους Κινέζους, δεν είχαμε λεπτομερές σχέδιο. Σε κάθε περίπτωση, όσο η χώρα δεν επενδύει στην εις βάθος μελέτη της Κίνας δεν πρόκειται να αλλάξει το αποτέλεσμα των επισκέψεων, είτε πάμε εμείς, είτε έρθουν εκείνοι.