Την τελευταία του πνοή άφησε σε ηλικία 100 ετών ο Henry Kissinger στο σπίτι του στο Connecticut των ΗΠΑ.
Είναι ανεξίτηλο το στίγμα του στην επιστήμη των διεθνών σχέσεων και στη διπλωματία, ενώ ως σύμβουλος εθνικής ασφάλειας και ως υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ έκλεισε ουσιαστικά τον πόλεμο του Βιετνάμ και ήταν ο άνθρωπος που άνοιξε τις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας. Για την προσφορά του τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ.
Γεννήθηκε στο Furth στη Γερμανία στις 27 Μαΐου του 1923. Για να αποφύγουν τις διώξεις των Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς, μετανάστευσε με την οικογένειά του στις ΗΠΑ το 1938.
Πολιτογραφήθηκε Αμερικανός το 1943 και υπηρέτησε ως υπαξιωματικός των πληροφοριών κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μεταπολεμικά σπούδασε με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, αποκτώντας μεταπτυχιακό το 1952 και διδακτορικό το 1954. Παρέμεινε να διδάσκει στο Χάρβαρντ για τα επόμενα 17 χρόνια, όπου εκεί δημιούργησε το περίφημο θερινό σεμινάριο στο οποίο έτυχε να φοιτήσουν ο Βαλερί Ζισκάρ ντ’Εσταίν και ο Μπουλέντ Ετζεβίτ.
Ο Κίσινγκερ υπηρέτησε ως σύμβουλος σε κυβερνητικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένου του 1967 όταν ενήργησε ως ενδιάμεσος για το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στο Βιετνάμ. Χρησιμοποίησε τις σχέσεις του με την κυβέρνηση του Προέδρου Λίντον Τζόνσον για να μεταβιβάσει πληροφορίες σχετικά με τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις στο στρατόπεδο του Νίξον.
Όταν η υπόσχεση του Νίξον να τερματίσει τον πόλεμο του Βιετνάμ τον βοήθησε να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του 1968, έφερε τον Κίσινγκερ στον Λευκό Οίκο ως σύμβουλο εθνικής ασφάλειας.
Ωστόσο, η περίοδος από το 1968 ως το 1972 ήταν η σκληρότερη αυτού του πολέμου. Ο Κίσινγκερ δήλωσε το 1972 ότι «η ειρήνη είναι κοντά» στο Βιετνάμ, αλλά οι Ειρηνευτικές Συμφωνίες του Παρισιού που επιτεύχθηκαν τον Ιανουάριο του 1973 ήταν προοίμιο για την τελική κατάληψη του Νότου από τις δυνάμεις του Βορρά δύο χρόνια αργότερα.
Το 1973, εκτός από τον ρόλο του ως σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, ο Κίσινγκερ διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών, δίνοντάς του αδιαμφισβήτητη εξουσία στις εξωτερικές υποθέσεις.
Η Αραβοισραηλινή σύγκρουση του 1973 εκτόξευσαν τη φήμη του Κίσινγκερ ως διπλωμάτη, σε ένα ρεσιτάλ άσκησης προσωπικής διπλωματίας που τον έκανε διάσημο. Επί τριάντα δύο ημέρες πηγαινοερχόταν μεταξύ Ιερουσαλήμ και Δαμασκού μέχρι να σφυρηλατήσει μια μακροχρόνια συμφωνία μεταξύ του Ισραήλ και της Συρίας στα κατεχόμενα από το Ισραήλ Υψίπεδα του Γκολάν.
Σε μια προσπάθεια να μειώσει τη σοβιετική επιρροή, ο Κίσινγκερ προσέγγισε την Κίνα, κύριο ιδεολογικό αντίπαλο των σοβιετικών, και έκανε δύο ταξίδια εκεί για να συναντηθεί με τον πρωθυπουργό Zhou Enlai. Το αποτέλεσμα ήταν η ιστορική σύνοδος κορυφής του Νίξον στο Πεκίνο με τον Πρόεδρο Μάο Τσε Τουνγκ και την τελική επισημοποίηση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.
Το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, που ανάγκασε τον Νίξον να παραιτηθεί, δεν άγγιξε τον Κίσινγκερ, ο οποίος συνέχισε ως υπουργός Εξωτερικών όταν ο Φορντ ανέλαβε τα καθήκοντά του το καλοκαίρι του 1974. Αλλά ο Φορντ τον αντικατέστησε ως σύμβουλο εθνικής ασφάλειας σε μια προσπάθεια να ακούσει περισσότερες φωνές για την εξωτερική πολιτική.
Αργότερα τον ίδιο χρόνο ο Κίσινγκερ πήγε με τον Φορντ στο Βλαδιβοστόκ της Σοβιετικής Ένωσης, όπου ο Αμερικανός πρόεδρος συνάντησε τον Σοβιετικό ηγέτη Λεονίντ Μπρέζνιεφ και συμφώνησε σε ένα πλαίσιο για ένα Σύμφωνο πάνω στα στρατηγικά όπλα. Η συμφωνία οδήγησε σε ύφεση και χαλάρωση των εντάσεων ΗΠΑ-Σοβιετικής Ένωσης.
Το 1975, κατηγορήθηκε επειδή απέτυχε να πείσει το Ισραήλ και την Αίγυπτο να συμφωνήσουν σε μια αποδέσμευση στο Σινά.
Και στον πόλεμο Ινδίας-Πακιστάν του 1971, ο Νίξον και ο Κίσινγκερ επικρίθηκαν έντονα για την προτίμησή τους προς το Πακιστάν. Ο Κίσινγκερ ακούστηκε να αποκαλεί τους Ινδούς «καθάρματα» – μια παρατήρηση που αργότερα είπε ότι μετάνιωσε.
Το 1970 συνεργάστηκε με τη CIA για την ανατροπή του μαρξιστή αλλά δημοκρατικά εκλεγμένου προέδρου της Χιλής Σαλβαδόρ Αλιέντε, ενώ ανέφερε σε ένα σημείωμα στον απόηχο του αιματηρού πραξικοπήματος της Αργεντινής το 1976 ότι οι στρατιωτικοί δικτάτορες πρέπει να ενθαρρύνονται.
Όταν ο Φορντ έχασε από τον Τζίμι Κάρτερ το 1976, ο Κίσινγκερ εγκατέλειψε τα δημόσια αξιώματα.
Μετά την αποχώρησή του από την κυβέρνηση, ο Κίσινγκερ ίδρυσε μια συμβουλευτική εταιρεία στη Νέα Υόρκη, την Kissinger Associates Inc, η οποία πρόσφερε συμβουλές στην παγκόσμια εταιρική και πολιτική ελίτ. Υπηρέτησε σε διοικητικά συμβούλια εταιρειών και σε διάφορα φόρουμ εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, έγραψε βιβλία και έγινε τακτικός σχολιαστής των μέσων ενημέρωσης για τις διεθνείς υποθέσεις.
Χωρισμένος από την πρώτη του σύζυγο, Ann Fleischer, το 1964, παντρεύτηκε τη Nancy Maginnes, βοηθό του κυβερνήτη της Νέας Υόρκης Nelson Rockefeller, το 1974. Απέκτησε δύο παιδιά από την πρώτη του σύζυγο.